- ἀλαβαρχία
- ἀλᾰβ-αρχία [pron. full] [ᾰλ], ἡA office of ἀλαβάρχης, J.AJ20.7.3; also
ἐξ ἀλαβαρχείης AP11.383
(Pall.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐξ ἀλαβαρχείης AP11.383
(Pall.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αλαβαρχία — ἀλαβαρχία, η (Α) [ἀλαβάρχης] το αξίωμα τού αλαβάρχη … Dictionary of Greek
αλαβάρχης — ἀλαβάρχης και ἀλάβαρχος, ο (Α) 1. υπάλληλος τής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας που, από μαρτυρίες αρχαίων συγγραφέων και από επιγραφές, γνωρίζουμε ότι υπήρχε στην Αλεξάνδρεια, τη Λυκία και την Εύβοια 2. ο μέγιστος άρχοντας, ο ανώτατος αξιωματούχος τών… … Dictionary of Greek
Ἀλαβαρχιῶν — Ἀλαβαρχῑῶν , Ἀλαβαρχία fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀλαβαρχίαν — Ἀλαβαρχί̱ᾱν , Ἀλαβαρχία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)